κλειστ|ός <-ή, -ό> [klisˈtɔs] ΕΠΊΘ
1. κλειστός (γενικά):
2. κλειστός (στροφή):
- κλειστός
-
3. κλειστός (από χαρακτήρα):
- κλειστός
-
- κλειστός τύπος
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.