I. gewollt [gəˈvɔlt]
gewollt part πρκ von wollen
II. gewollt [gəˈvɔlt] ΕΠΊΘ
- gewollt
-
I. wollen1 <will, wollte, gewollt> [ˈvɔlən] VERB αμετάβ/μεταβ
II. wollen1 <will, wollte, gewollt> [ˈvɔlən] VERB βοηθ ρήμα έγκλ
1. wollen (wünschen):
2. wollen (müssen):
3. wollen (können):
4. wollen (Aufforderung):
5. wollen (Behauptung, Anspruch):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.