I. fern [fɛrn] ΕΠΊΘ (räumlich, zeitlich)
I. erst [eːɐst] ΕΠΊΡΡ
2. erst (nicht früher, nur):
II. erst [eːɐst] ΜΌΡ (verstärkend)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.