I. unheimlich ΕΠΊΘ
1. unheimlich (grauenerregend):
2. unheimlich οικ (unglaublich):
- unheimlich Glück, Zufall
-
II. unheimlich ΕΠΊΡΡ
1. unheimlich (grauenerregend):
2. unheimlich οικ (sehr):
-
- vachement οικ
unheimlich ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- ungustiös
- ungut
- unhaltbar
- unhandlich
- Unheil
- unheimlichen
- unhöflich
- Unhöflichkeit
- Unhold
- unhörbar
- unhygienisch