I. seltsam [ˈzɛltzaːm] ΕΠΊΘ
II. seltsam [ˈzɛltzaːm] ΕΠΊΡΡ
1. seltsam:
2. seltsam (merkwürdig):
- seltsam beklemmend
-
- seltsam glibberig, grünlich, still
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.