aufsehenerregend ΕΠΊΘ (wird nur in Verbindung mit einem Adverb verwendet)
Aufsehen ΟΥΣ ουδ
aufsehenerregend ΕΠΊΘ
- aufsehenerregend
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- aufschütteln
- aufschütten
- Aufschüttung
- aufschwatzen
- aufschwätzen
- aufsehenerregend
- Aufseher
- aufsein
- aufseiten
- aufsetzen
- Aufsetzer