I. allerhöchste(r, s) ΕΠΊΘ
1. allerhöchste(r, s):
2. allerhöchste(r, s) (allergrößte):
3. allerhöchste(r, s) (oberste, entscheidende):
- die allerhöchste [gerichtliche] Instanz
-
II. allerhöchste(r, s) ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.