Landfahrer(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ) τυπικ
- Landfahrer(in)
- nomade αρσ θηλ
rad|fahrenπαλαιότ
radfahren → Rad 2, 5
Rad <-[e]s, Räder> [raːt, Plː ˈrɛːdɐ] ΟΥΣ ουδ
2. Rad (Fahrrad):
4. Rad ΙΣΤΟΡΊΑ:
-
- roue θηλ
Busfahrer(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Busfahrer(in)
-
Mopedfahrer(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Mopedfahrer(in)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.