Jüngste(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ
I. jung <jünger, jüngste> [jʊŋ] ΕΠΊΘ
3. jung (später geboren):
jüngste(r, s) ΕΠΊΘ
1. jüngste(r, s) υπερθ von jung
2. jüngste(r, s) (nicht lange zurückliegend):
I. jung <jünger, jüngste> [jʊŋ] ΕΠΊΘ
3. jung (später geboren):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.