I. cadet(te) [kadɛ, ɛt] ΕΠΊΘ
II. cadet(te) [kadɛ, ɛt] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. cadet (dernier-né):
2. cadet (plus jeune que qn):
3. cadet ΑΘΛ:
- cadet(te)
-
4. cadet ΣΤΡΑΤ, ΙΣΤΟΡΊΑ:
- cadet(te)
- Kadett αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.