στο λεξικό PONS
I. zah·len·mä·ßig ΕΠΊΘ
- zahlenmäßige Unterlegenheit
-
II. zah·len·mä·ßig ΕΠΊΡΡ
1. zahlenmäßig (an Anzahl):
2. zahlenmäßig (in Zahlen):
-
- zahlenmäßige Überlegenheit
-
- zahlenmäßige Überlegenheit
-
- zahlenmäßige Überlegenheit
-
- [zahlenmäßige] Aufstellung
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
zahlenmäßig
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.