στο λεξικό PONS
wi·der·stands·fä·hig ΕΠΊΘ
1. widerstandsfähig ΟΙΚΟΔ (Belastungen standhaltend):
2. widerstandsfähig ΙΑΤΡ:
- widerstandsfähig [gegen etw αιτ]
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
widerstandsfähig ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.