στο λεξικό PONS


I. un·zu·läng·lich [ˈʊntsu:lɛŋlɪç] ΕΠΊΘ
- unzulängliche Erfahrungen/Kenntnisse
-
II. un·zu·läng·lich [ˈʊntsu:lɛŋlɪç] ΕΠΊΡΡ


Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
-
- unzulängliche
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.