un·er·sprieß·lich [ʊnʔɛɐ̯ˈʃpri:slɪç] ΕΠΊΘ τυπικ
unersprießlich → unerfreulich
I. un·er·freu·lich [ˈʊnʔɛɐ̯frɔylɪç] ΕΠΊΘ
II. un·er·freu·lich [ˈʊnʔɛɐ̯frɔylɪç] ΕΠΊΡΡ
-
- unersprießlich παρωχ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.