I. un·an·stän·dig [ˈʊnʔanʃtɛndɪç] ΕΠΊΘ
1. unanständig (obszön):
2. unanständig (rüpelhaft):
II. un·an·stän·dig [ˈʊnʔanʃtɛndɪç] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.