στο λεξικό PONS
I. sta·ti·o·när [ʃtatsi̯oˈnɛ:ɐ̯] ΕΠΊΘ
1. stationär ΙΑΤΡ:
II. sta·ti·o·när [ʃtatsi̯oˈnɛ:ɐ̯] ΕΠΊΡΡ ΙΑΤΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
stationär ΕΠΊΡΡ ΑΣΦΆΛ
- stationär (Behandlungsart)
-
- stationär (Behandlungsart)
-
-
- stationär
-
- stationär
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
stationär
- stationär
- stationary (math.)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.