στο λεξικό PONS
I. qua·li·ta·tiv [kvalitaˈti:f] ΕΠΊΘ
-
- qualitative
II. qua·li·ta·tiv [kvalitaˈti:f] ΕΠΊΡΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
qualitativ ΕΠΊΘ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
-
- qualitative
- qualitative
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.