I. ge·werb·lich ΕΠΊΘ
- gewerblich (handwerkliches Gewerbe)
-
- gewerblich (kaufmännisches Gewerbe)
-
- gewerblich (industrielles Gewerbe)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.