I. ge·stal·te·risch [gəˈʃtaltərɪʃ] ΕΠΊΘ (Design betreffend)
II. ge·stal·te·risch [gəˈʃtaltərɪʃ] ΕΠΊΡΡ
1. gestalterisch (Design betreffend):
2. gestalterisch (schöpferisch):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.