στο λεξικό PONS
 
  
 I. for·mell [fɔrˈmɛl] ΕΠΊΘ
II. for·mell [fɔrˈmɛl] ΕΠΊΡΡ
1. formell (offiziell):
2. formell (nach den Vorschriften):
 
  
 Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
