I. ex·em·pla·risch [ɛksɛmˈpla:rɪʃ] ΕΠΊΘ
1. exemplarisch (beispielhaft):
-
- model προσδιορ
2. exemplarisch (typisch):
- exemplarisch für jdn/etw sein
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.