e.V., E.V. [e:ˈfau]
e.V. συντομογραφία: eingetragener Verein
ev.
ev. συντομογραφία: evangelisch
evan·ge·lisch [evaŋˈge:lɪʃ] ΕΠΊΘ
ev.-luth.
ev.-luth. συντομογραφία: evangelisch-lutherisch
evan·ge·lisch-lu·the·risch ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.