I. beid·bei·nig ΕΠΊΘ
2. beidbeinig (beide Beine betreffend):
II. beid·bei·nig ΕΠΊΡΡ
2. beidbeinig (beide Beine betreffend):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.