στο λεξικό PONS
 
  
  
  
 -  
-  Ausschuss αρσ <-es> kein pl
-  spoilage handel
-  Ausschuss αρσ
-  
-  Ausschuss αρσ <-es, -schüs·se>
-  Committee of Privileges ΝΟΜ
-  
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 Länderlimit-Ausschuss ΟΥΣ αρσ ΤΜΉΜ
-  Länderlimit-Ausschuss
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
