Steu·er·straf·tat <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
Straf·tat·be·stand <-(e)s, -stände> ΟΥΣ αρσ ΝΟΜ
Se·xu·al·straf·tat <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Zoll·straf·tat <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
Dau·er·straf·tat <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
Aus·lands·straf·ta·ten ΟΥΣ πλ ΝΟΜ
Straf·tä·ter(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Straftäter(in)
-
- Straftäter(in)
-
un·ge·straft [ˈʊngəʃtra:ft] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.