στο λεξικό PONS
- splitting
- Splitting ουδ <-s>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Splitting ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Splitting (Ausgabe von Gratisanteilen an die bisherigen Anteilsinhaber)
- splitting
Splitting ΟΥΣ ουδ ΦΟΡΟΛ
- Splitting (Splittingverfahren)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.