στο λεξικό PONS
Nie·ren·spen·der(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Nierenspender(in)
-
Uni·ver·sal·spen·der(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΙΑΤΡ
Or·gan·spen·der(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΙΑΤΡ
- Organspender(in)
-
Blut·spen·der(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Blutspender(in)
-
Sa·men·spen·der <-s, -> ΟΥΣ αρσ
Sei·fen·spen·der <-s, -> ΟΥΣ αρσ
Spen·der·blut <-(e)s, ohne pl> ΟΥΣ ουδ
Spen·der·aus·weis <-es, -e> ΟΥΣ αρσ
Spen·der·box <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.