στο λεξικό PONS
Fran·ke (Frän·kin) <-n, -n> [ˈfraŋkə, ˈfrɛŋkɪn] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. Franke (aus Franken):
- Franke (Frän·kin)
-
Frän·kin <-, -nen> [ˈfrɛŋkɪn] ΟΥΣ θηλ
Fränkin θηλυκός τύπος: Franke
Fran·ke (Frän·kin) <-n, -n> [ˈfraŋkə, ˈfrɛŋkɪn] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. Franke (aus Franken):
- Franke (Frän·kin)
-
Schwei·ze·rin <-, -nen> ΟΥΣ θηλ
Schweizerin ΓΕΩΓΡ θηλυκός τύπος: Schweizer
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.