Prä·mis·se <-, -n> [prɛˈmɪsə] ΟΥΣ θηλ τυπικ
1. Prämisse (Voraussetzung):
2. Prämisse ΦΙΛΟΣ:
- Prämisse
-
-
- Prämisse θηλ <-, -n> τυπικ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.