στο λεξικό PONS
Ad·mi·nis·tra·ti·on <-, -en> [atminɪstraˈtsi̯o:n] ΟΥΣ θηλ
1. Administration (Verwaltung):
2. Administration ΠΟΛΙΤ (Regierung):
I. na·ti·o·nal [natsi̯oˈna:l] ΕΠΊΘ
1. national (die Nation betreffend):
2. national (patriotisch):
II. na·ti·o·nal [natsi̯oˈna:l] ΕΠΊΡΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
National Credit Union Administration ΟΥΣ θηλ ΚΡΆΤΟς
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Nastuch
- naszierend
- Natel
- Nati
- Nation
- National Credit Union Administration
- Nationaleinkommen
- Nationalelf
- nationaler Zahlungsverkehr
- Nationales Cyber-Abwehrzentrum
- Nationalfarben