στο λεξικό PONS
Me·di·zin·stu·dent(in) <-en, -en> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Seu·chen·me·di·zi·ner(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Ve·te·ri·när·me·di·zi·ner(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Schmerz·me·di·zi·ner(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Ge·richts·me·di·zi·ner(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Hu·man·me·di·zi·ner(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
All·ge·mein·me·di·zi·ner(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Mut·ter·sprach·ler(in) <-s, -> [-ʃpra:xlɐ] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Netting-Absprache ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
Preisabsprache ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Anbieterabsprache ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Mitspracherecht ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.