στο λεξικό PONS
Klos·ter·gut <-(e)s, -güter> ΟΥΣ ουδ
1. Klostergut (Besitz):
2. Klostergut (Landwirtschaft):
Non·nen·klos·ter <-s, -klöster> ΟΥΣ ουδ
Frau·en·klos·ter ΟΥΣ ουδ
Klos·ter·bib·lio·thek ΟΥΣ θηλ
Klos·ter·gar·ten <-s, -gärten> ΟΥΣ αρσ
Klos·ter·ge·mein·de <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.