Käm·mer·lein <-s, -> ΟΥΣ ουδ Kammer
Kam·mer <-, -n> [ˈkamɐ] ΟΥΣ θηλ
3. Kammer ΝΟΜ (Rechtsorgan):
4. Kammer ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ (Berufsvertretung):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
