στο λεξικό PONS
Fir·men·grün·der(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Trep·pen·ge·län·der <-s, -> ΟΥΣ ουδ
Brü·cken·ge·län·der <-s, -> ΟΥΣ ουδ
Bahn·ge·län·de <-s, -> ΟΥΣ ουδ
Ei·sen·bahn·ge·län·de <-s, -> ΟΥΣ ουδ
Fir·men·ge·winn ΟΥΣ αρσ
Fir·men·grün·dung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Fir·men·grup·pe <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Ver·suchs·ge·län·de <-s, -> ΟΥΣ ουδ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Firmengeschäft ΟΥΣ ουδ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Firmengewinn ΟΥΣ αρσ ΛΟΓΙΣΤ
Firmengruppe ΟΥΣ θηλ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
geländegängig
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.