στο λεξικό PONS
Spe·zi·al·an·bie·ter(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΟΙΚΟΝ, ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Kre·dit·an·bie·ter(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Kreditanbieter(in)
-
Pri·vat-TV-An·bie·ter <-s, -> ΟΥΣ αρσ TV
Sys·tem·an·bie·ter <-s, -> ΟΥΣ αρσ ΤΕΧΝΟΛ
Zoll·be·diens·te·te(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ)
On·line·dienst·an·bie·ter [ˈɔnlain-] ΟΥΣ αρσ Η/Υ
Fonds·an·bie·ter (-an·bie·te·rin) [ˈfõ:-] ΟΥΣ αρσ (θηλ) ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- Fondsanbieter (-an·bie·te·rin)
-
Billiganbieter ΟΥΣ
Fremdanbieter ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Nischenanbieter ΟΥΣ αρσ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Anbieterabsprache ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Kreditanbieter ΟΥΣ αρσ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Verwaltungsdienste ΟΥΣ αρσ ΚΡΆΤΟς
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.