στο λεξικό PONS
dis·count·er [ˈdɪskaʊntəʳ, αμερικ -t̬ɚ] ΟΥΣ ΕΜΠΌΡ
- discounter
- Discounter αρσ <-s, ->
- discounter
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
discounter ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- discounter
- Diskonthaus ουδ
discounter ΟΥΣ handel
- discounter
- Diskontladen αρσ
- discounter
- Diskonter αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.