στο λεξικό PONS
Ak·ti·en·de·pot [-depo:] ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Dokumentendepot ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Eigendepot ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
persönliches Dokumentendepot phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Personendepotbuch ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Margendepot ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Kundendepot ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.