romaine [ʀɔmɛn] ΟΥΣ θηλ
2. romaine (balance):
- romaine
- Schnellwaage θηλ
romain(e) [ʀɔmɛ͂, ɛn] ΕΠΊΘ
gallo-romain(e) <gallo-romains> [ga(l)loʀɔmɛ͂, ɛn] ΕΠΊΘ
Gallo-Romain(e) <Gallo-Romains> [ga(l)loʀɔmɛ͂, ɛn] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
gréco-romain(e) <gréco-romains> [gʀekoʀɔmɛ͂, ɛn] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.