I. méchant(e) [meʃɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
1. méchant:
2. méchant πρόθεμα (sévère):
3. méchant πρόθεμα οικ (extraordinaire):
- méchant(e)
- wahnsinnig οικ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.