demeure [d(ə)mœʀ] ΟΥΣ θηλ
1. demeure λογοτεχνικό (lieu):
2. demeure ΝΟΜ:
II. demeure [d(ə)mœʀ]
-
- Gläubigerverzug αρσ
- demeure de prestation ΝΟΜ
- Leistungsverzug αρσ
I. demeuré(e) [dəmœʀe] ΕΠΊΘ
II. demeuré(e) [dəmœʀe] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
majeure [maʒœʀ] ΟΥΣ θηλ
1. majeure ΤΡΆΠ:
-
- Hauptfarbe θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.