amendement [amɑ͂dmɑ͂] ΟΥΣ αρσ
1. amendement d'une loi:
- amendement ΠΟΛΙΤ
-
- amendement ΝΟΜ
- Novellierung θηλ
2. amendement ΓΕΩΡΓ:
rendement [ʀɑ͂dmɑ͂] ΟΥΣ αρσ
1. rendement (production):
2. rendement ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
3. rendement (efficacité):
II. rendement [ʀɑ͂dmɑ͂]
entendement [ɑ͂tɑ͂dmɑ͂] ΟΥΣ αρσ
- entendement a. ΦΙΛΟΣ
- Verstand αρσ
ιδιωτισμοί:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.