I. ouvrage [uvʀaʒ] ΟΥΣ αρσ
2. ouvrage (livre):
3. ouvrage (fortification):
4. ouvrage (travail):
III. ouvrage [uvʀaʒ]
ouvragé(e) [uvʀaʒe] ΕΠΊΘ
ouvrage ΟΥΣ
-
- Ingenieurbauwerk ουδ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- dysménorrhée
- dyspepsie
- dysplasie
- dyspnée
- dysrythmie
- d’ouvrages
- e
- E.A.O.
- E.A.U.
- E.D.F.
- E.H.P.A.D.