sportswear [spɔʀtswɛʀ] ΟΥΣ αρσ
sportivement [spɔʀtivmɑ͂] ΕΠΊΡΡ
I. sport [spɔʀ] ΕΠΊΘ αμετάβλ
II. sport [spɔʀ] ΟΥΣ αρσ
1. sport (activité sportive):
2. sport (forme d'activité sportive):
III. sport [spɔʀ]
I. sportif (-ive) [spɔʀtif, -iv] ΕΠΊΘ
1. sportif (de sport):
2. sportif (de compétition):
II. sportif (-ive) [spɔʀtif, -iv] ΟΥΣ αρσ, θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.