FF
FF → franc
franc (franche) [fʀɑ͂, fʀɑ͂ʃ] ΕΠΊΘ
1. franc (loyal, sincère):
2. franc (net):
3. franc πρόθεμα (véritable):
4. franc (libre):
franc [fʀɑ͂] ΟΥΣ αρσ
1. franc ΙΣΤΟΡΊΑ:
F.F.
F.F. συντομογραφία: Fédération française
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.