Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
tuyauterie [tɥijotʀi] ΟΥΣ θηλ
1. tuyauterie ΤΕΧΝΟΛ:
-
- piping uncountable
2. tuyauterie ΜΟΥΣ:
-
- pipes πλ
3. tuyauterie (intestins):
- tuyauterie οικ, χιουμ
-
- tuyauterie οικ, χιουμ
- intestines πλ
στο λεξικό PONS
-
- tuyauterie θηλ
-
- tuyauterie θηλ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
avec tuyauterie
avec tuyauterie, prêt à raccorder
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- tutoriel
- tutoyer
- tutrice
- tutti frutti
- tutti quanti
- tuyauteries
- tuyère
- TV
- TVA
- TVHD
- tweed