Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. président|iel (présidentielle) [pʀezidɑ̃sjɛl] ΕΠΊΘ
- présidentiel (présidentielle)
-
- l'entourage présidentiel
-
II. présidentielles ΟΥΣ θηλ πλ
présidentielles θηλ πλ:
- l'entourage présidentiel
-
- mandat présidentiel
-
στο λεξικό PONS
présidentiel(le) [pʀezidɑ̃sjɛl] ΕΠΊΘ
- présidentiel(le)
-
-
- présidentiel(le)
présidentiel(le) [pʀezidɑ͂sjɛl] ΕΠΊΘ
- présidentiel(le)
-
-
- présidentiel(le)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.