Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. mou (molle), mol before vowel or mute h, [mu, mɔl] ΕΠΊΘ
1. mou (pas ferme):
2. mou (sans tenue):
3. mou (apathique):
4. mou (sans énergie):
II. mou ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS
I. mou (molle) <devant un nom masculin commençant par une voyelle ou un h muet mol> [mu, mɔl] ΕΠΊΘ
I. mou (molle) <devant un nom masculin commençant par une voyelle ou un h muet mol> [mu, mɔl] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.