Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. insolent (insolente) [ɛ̃sɔlɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
1. insolent (irrespectueux):
- insolent (insolente) enfant, ton, attitude
- insolent
- insolent (insolente) enfant, ton, attitude
- cheeky οικ
2. insolent (arrogant):
- insolent (insolente) rival, vainqueur
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.