Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
immobile [imɔbil] ΕΠΊΘ
1. immobile κυριολ:
- immobile personne, animal, corps
-
- immobile véhicule, barque
-
- immobile feuillage, mer
-
- immobile regard
-
2. immobile μτφ dogme:
- immobile
-
- articulation mobile/semi-mobile/immobile
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.