Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
- steadiness (of hand)
- fermeté θηλ
-
- fermeté θηλ
-
- fermeté θηλ
-
- fermeté θηλ
-
- fermeté θηλ
-
- fermeté θηλ
-
- fermeté θηλ
- decisively act
-
στο λεξικό PONS
fermeté [fɛʀməte] ΟΥΣ θηλ
1. fermeté (solidité, autorité):
2. fermeté (courage):
- fermeté
-
3. fermeté (concision):
- fermeté d'un style
-
4. fermeté ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
- fermeté d'un cours, marché, d'une monnaie
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.